καθοδηγήσει

καθοδηγήσει
καθοδήγησις
guidance
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
καθοδηγήσεϊ , καθοδήγησις
guidance
fem dat sg (epic)
καθοδήγησις
guidance
fem dat sg (attic ionic)
καθοδηγέω
guide
aor subj act 3rd sg (epic)
καθοδηγέω
guide
fut ind mid 2nd sg
καθοδηγέω
guide
fut ind act 3rd sg
καθοδηγέω
guide
aor subj act 3rd sg (epic)
καθοδηγέω
guide
fut ind mid 2nd sg
καθοδηγέω
guide
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακαθοδήγητος — η, ο [καθοδηγώ] αυτός που δεν τόν έχουν καθοδηγήσει σωστά, ασυμβούλευτος …   Dictionary of Greek

  • άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”